Νιώθεις πως γνωρίζεις τα πάντα. Έχεις δει τα ταξί, τον ατμό που βγαίνει από τους υπονόμους, τα σκαλάκια στις εισόδους της Upper East Side, τους ουρανοξύστες, τους πλανόδιους που πουλάνε hot dogs, τα γκλαμουράτα café όπου συμβαίνουν τα μοιραία, τους ξεπαγιασμένους περίπατους στο Central Park, τη βόλτα πάνω στη Brooklyn Bridge. Τα έχεις δει στις ταινίες του Woody Allen, τα έχεις ακούσει από τον Jay-Z, τα έχει αφομοιώσει από τα αμερικάνικα sitcoms. Όμως γι’αυτό νιώθεις την καρδιά σου να χτυπάει όταν συνειδητοποιείς πως όντως περπατάς στους δρόμους της: Επειδή κάθε γωνιά είναι τόσο οικεία, αλλά και τόσο αληθινή. Σα να βουτάς μες στο σκηνικό της αγαπημένης σου ταινίας και να διαπιστώνεις πως όλα είναι πραγματικά.
Το συνειδητοποιείς πως είσαι όντως στη Νέα Υόρκη όχι όταν προσγειώνεται το αεροπλάνο, όχι όταν χαζεύεις τα εκθέματα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, όχι όταν αναπνέεις την κλεισούρα του παλιομοδίτικου μετρό, όχι όταν περπατάς την Broadway μετρώντας τις παραλλήλους. Η στιγμή έρχεται όταν περπατώντας την 5th Avenue προς το κέντρο, παράλληλα με το πάρκο καθώς νυχτώνει, αρχίζεις να διακρίνεις την γραμμή των φωτισμένων κτιρίων εκεί που το πάρκο τελειώνει. Και την πλησιάζεις, σα να ήταν ένας απτός ορίζοντας. Τα κτίρια μεγαλώνουν και τα φώτα γίνονται πιο έντονα. Όταν το πάρκο δίπλα σου τελειώνει (μετά από πολλή, πολλή ώρα), βρίσκεσαι ξαφνικά περιτριγυρισμένος από ουρανοξύστες διαφορετικών νυχτερινών αποχρώσεων. Είσαι εκεί.
Δεν έχω ξανανιώσει στη ζωή μου έτσι. Έχω ταξιδέψει σε ένα τίμιο ποσοστό της Ευρώπης, έχω πάει Λατινική Αμερική, έχω βρεθεί στο Λος Άντζελες. Περιμένεις πια πως τίποτα δε μπορεί να σου δημιουργήσει το δέος του χαζεμένου τουρίστα. Όμως την πρώτη φορά που θα σταθείς στην καρδιά της Νέας Υόρκης θα νιώσεις σα να ζούσες όλη σου τη ζωή στο βουνό και ξαφνικά να βρέθηκες στη μεγάλη πόλη. Και τη δεύτερη φορά. Και την τρίτη. Νιώθεις κάπως άβολα, κάπως ντροπιασμένος, τι στα κομμάτια, σταμάτα να κοιτάς προς τα πάνω με ανοιχτό το στόμα στρίβοντας το κεφάλι. Αδύνατο. Έτσι όπως χάνεσαι μέσα σε ένα χάος από νέον, από φώτα, από κόσμο (κόσμο που δεν έχεις ξαναδεί), από πηγές πληροφορίας, παντού, σε κάθε πιθανή μορφή ή σχήμα ή μέσο, αφήνεσαι να χαζεύεις. Και την τέταρτη φορά. Και την πέμπτη.
Το ξεπερνάς το πολιτισμικό σοκ όταν αρχίζεις να ανακαλύπτεις τις τριγύρω περιοχές και βρεις τη δικιά σου. Αυτή που ναι, θες το πρωί να κόβεις βόλτες για ψώνια, για μουσεία, για φαγητό, για ό,τι κάνει τελοσπάντων ο καθένας όταν πηγαίνει στο εξωτερικό, αλλά που το βράδυ θες παρόλο που τα πόδια σου νιώθεις να κόβονται, να την περπατήσεις λίγο ακόμα, να βγεις από το ένα μπαράκι και να μπεις στο δίπλα, να νιώσεις λίγο την πανκ Νέα Υόρκη των ‘70s στο αέρα που εισπνέεις. Είναι πολλές αυτές οι περιοχές. Περπάτα αυτή την πόλη αρκετά, και στο τέλος η μνήμη σου θα είναι γεμάτη από εικόνες από αυτά τα δρομάκια, αυτά τα μπαρ, αυτές τις μουσικές (πολύ MGMT περιέργως, όσο και ευχαρίστως), αυτές τις γωνιακές πιτσαρίες (slices of heaven, πραγματικά), αυτές τις αφρόντιστες εισόδους του μετρό. Θα γεμίσεις κουλτούρα, ζωή, παραστάσεις.
Είναι το μεγαλύτερο κλισέ, αλλά κρύβει πίσω του τη μεγαλύτερη απόλαυση. Η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Ω ναι. Ποτέ. Αλλά ποτέ όμως. Μετά από λίγες μέρες εκεί, θεωρούσαμε τόσο δεδομένο πως την οποιαδήποτε στιγμή στη διάρκεια της οποιασδήποτε νύχτας (μια κουφή Τρίτη στις 2 το βράδυ πχ) θα βρίσκαμε να κάνουμε οτιδήποτε θέλαμε, όπου κι αν μας έβγαζε ο δρόμος μας. Έχει να φας, έχει να πιεις, έχει μέχρι και να ψωνίσεις (ποιος ψωνίζει τέτοια ώρα όμως, τρελός είσαι;), και κυρίως: Δεν έχει τον ασφυκτικά πολύ κόσμο της μέρας, και έχει τα φώτα της νύχτας. Πάντα αγαπούσα τα βράδια περισσότερο - εκεί δεν έχεις και μεγάλη επιλογή. Νυχτώνει τόσο νωρίς και τόσο γρήγορα (πρακτικά δεν υφίσταται απόγευμα), και -άσχετο- κάνει τόσο κρύο, αλλά η ζωή είναι τόσο αδιάκοπη που δεν καταλαβαίνεις καν πως έχει νυχτώσει.
Είναι ό,τι έχεις ποτέ σου αγαπήσει, αλλά περισσότερο.
by Θοδωρής Δημητρόπουλος